Σαν σήμερα στις 18 Ιανουαρίου του 1913, γεννήθηκε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές και κύριους εκφραστές του λαϊκού μας τραγουδιού. Γεννήθηκε στην Κίο της Προποντίδας. Σε ηλικία δύο ετών ορφάνεψε από πατέρα κι επτά χρόνια αργότερα έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αρχικώς εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τη γιαγιά του στη Σαμοθράκη και λίγο αργότερα μετακόμισαν στον Πειραιά, στις Τζιτζιφιές, όπου ζούσαν οι θείοι του και η υπόλοιπη οικογένεια. Στη δουλεία μπήκε από μικρός. Εργάστηκε ως ψαράς, ως μαραγκός, σε συνεργείο αυτοκινήτων και σε οικοδομές. Η σκληρή βιοπάλη του απαγόρευσε να συνεχίσει το σχολείο.
Το 1928 ξεκίνησε να παίζει μουσική με μια φυσαρμόνικα, αλλά η σχέση του με τη μουσική θα παρέμενε σε εκείνο το επίπεδο αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο. Έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό του, η μητέρα του τού έκανε δώρο ένα μαντολίνο για να σταματήσει να παίζει. Η ζωή του άλλαξε, όταν μια μέρα άκουσε σε μια ταβέρνα «Το μινόρε του τεκέ» του Γιάννη Χαλκιά. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε μπουζούκι. Το ερωτεύτηκε και το υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1937. Πρώτο του τραγούδι ήταν η Φαληριώτισσα που κυκλοφόρησε σε δίσκο και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Ακολούθησαν πλήθος άλλων που έχουν στίχους του, μουσική του ή και τα δύο, μεταξύ των οποίων και είναι τα: Καπετάν Αντρέας Ζέπος, Πέντε Έλληνες στον Άδη, Άνοιξε, άνοιξε, Μοδιστρούλα, Γλέντα τη ζωή, Βαδίζω και παραμιλώ, Πριν το χάραμα, Πώς θα περάσει η βραδιά, Σβήσε το φως να κοιμηθούμε, κ.ά.
Γενικά τα τραγούδια του Γ. Παπαϊωάννου χαρακτηρίζονται από ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο πρώτος, στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι, που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του το λεγόμενο «πρίμο σεκόντο» (διφωνία). Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική, το 1953, για να τραγουδήσει στους εκεί απόδημους Έλληνες. Μετά την επιστροφή του έμεινε μόνιμος συνεργάτης του Βασίλη Τσιτσάνη. Στον χώρο του είχε το παρατσούκλι Ψηλός ή Πατσάς.
Σκοτώθηκε στις 3 Αυγούστου του 1972 σε ηλικία 58 ετών σε τροχαίο δυστύχημα, στο Νέο Πέραμα οδηγώντας νωρίς το πρωί πηγαίνοντας για το εξοχικό του στη Σαλαμίνα και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της όμορφης Καλλιθέας. Στη μνήμη του, ο Βασίλης Τσιτσάνης – κουμπάρος, φίλος και συνεργάτης του για πολλά χρόνια- έγραψε «Το τραγούδι του Γιάννη» που τραγουδά η Πόλη Πάνου.